καταλοχιζω

καταλοχιζω
    καταλοχίζω
    κατα-λοχίζω
    воен.
    1) производить разбивку, разделять
    

(εἰς τάξεις Diod.; εἰς ἀγέλας Plut.)

    2) распределять
    

(εἰς τοὺς ὁπλίτας Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "καταλοχιζω" в других словарях:

  • καταλοχίζω — (Α) 1. κατανέμω, κατατάσσω σε λόχους 2. κατανέμω σε τάξεις, σε ομάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λοχίζω «κατατάσσω σε λόχους» (< λόχος)] …   Dictionary of Greek

  • καταλοχιζομένων — καταλοχίζω form into pres part mp fem gen pl καταλοχίζω form into pres part mp masc/neut gen pl καταλοχίζω form into pres part mp fem gen pl καταλοχίζω form into pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοχίσαι — καταλοχίζω form into aor inf act καταλοχίσαῑ , καταλοχίζω form into aor opt act 3rd sg καταλοχίζω form into aor inf act καταλοχίσαῑ , καταλοχίζω form into aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοχισθέντες — καταλοχίζω form into aor part pass masc nom/voc pl καταλοχίζω form into aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοχίζειν — καταλοχίζω form into pres inf act (attic epic) καταλοχίζω form into pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατελόχιζον — καταλοχίζω form into imperf ind act 3rd pl καταλοχίζω form into imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατελόχιζε — καταλοχίζω form into imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατελόχισας — καταλοχίζω form into aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατελόχισεν — καταλοχίζω form into aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοχίσας — καταλοχίσᾱς , καταλοχίζω form into aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) καταλοχίσᾱς , καταλοχίζω form into aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλοχισμός — καταλοχισμός, ὁ (Α) [καταλοχίζω] 1. η κατανομή σε λόχους 2. βιβλίο αναγραφής εδαφών που διανέμονταν στους στρατιωτικούς 3. εγγραφή ονομάτων σε φορολογικό κατάλογο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»